ὀξυτυρία

ὀξυτυρία
ὀξῠ-τῠρία, ,
A bright Tyrian purple, Edict.Diocl.24.4, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οξυτυρία — ὀξυτυρία, ἡ (Α) φρ. «ὀξυτυρία πορφύρα» πορφύρα με λαμπρότατο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + Τύριος, ία, ον] …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”